Δείτε επίσης: καρδιοκλέφτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδιοκατακτητής οι καρδιοκατακτητές
      γενική του καρδιοκατακτητή των καρδιοκατακτητών
    αιτιατική τον καρδιοκατακτητή τους καρδιοκατακτητές
     κλητική καρδιοκατακτητή καρδιοκατακτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιοκατακτητής (μαρτυρείται από το 1869)[1] < καρδιά + -ο- + κατακτητής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. καρδιοκατακτητής, σελ.519, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου