γυναικοκατακτητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γυναικοκατακτητής < γυναίκα + -ο- + κατακτητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυναικοκατακτητής αρσενικό
- που φλερτάρει τις γυναίκες και προσπαθεί να τις «κατακτήσει» ερωτικά
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυναικοκατακτητής