κατακτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατακτώ < αρχαία ελληνική κατακτάομαι / κατακτῶμαι < κατά + κτάομαι / κτῶμαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conquérir)
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
κατακτώ (μέσο: κατακτιέμαι και κατακτώμαι)
- κυριεύω μια περιοχή ή μια χώρα, συνήθως χρησιμοποιώντας στρατιωτική δύναμη κι αφαιρώντας την πολιτική της ανεξαρτησία
- αποκτώ πρόσβαση σε ένα χώρο που δεν είχα πριν
- ο άνθρωπος κατέκτησε το φεγγάρι
- αποκτώ κάτι με επίμονες προσπάθειες, επιτυγχάνω ένα στόχο
- η ομάδα επιδιώκει να κατακτήσει το πρωτάθλημα
- ασκώ θετική επίδραση σε κάποιον με τη συμπεριφορά μου
- προκαλώ ερωτική έλξη κι ενδιαφέρον σε κάποιον