Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακτώ < αρχαία ελληνική κατακτάομαι / κατακτῶμαι < κατά + κτάομαι / κτῶμαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conquérir)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈkto/

κατακτώ (μέσο: κατακτιέμαι και κατακτώμαι)

  1. κυριεύω μια περιοχή ή μια χώρα, συνήθως χρησιμοποιώντας στρατιωτική δύναμη κι αφαιρώντας την πολιτική της ανεξαρτησία
     συνώνυμα: υποτάσσω
    ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Ασία
  2. αποκτώ πρόσβαση σε ένα χώρο που δεν είχα πριν
    ο άνθρωπος κατέκτησε το φεγγάρι
  3. αποκτώ κάτι με επίμονες προσπάθειες, επιτυγχάνω ένα στόχο
    η ομάδα επιδιώκει να κατακτήσει το πρωτάθλημα
  4. ασκώ θετική επίδραση σε κάποιον με τη συμπεριφορά μου
     συνώνυμα: κερδίζω
    μας έχει κατακτήσει με την ευγένειά του
  5. προκαλώ ερωτική έλξη κι ενδιαφέρον σε κάποιον
     συνώνυμα: γοητεύω
    δε δυσκολευόταν να κατακτήσει τις γυναίκες με το χαμόγελό του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία