Ετυμολογία

επεξεργασία
konkeri < αγγλική to conquer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /konˈke.ɾi/
ρήμα konkeri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας konkeras konkeranta konkerata
αόριστος konkeris konkerinta konkerita
μέλλοντας konkeros konkeronta konkerota
υποθετική konkerus - -
προστακτική konkeru - -

konkeri (eo)

  • κατακτώ
    Amo ĉion konkeras.
    Έρως ανίκατε μάχαν.