υποτάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποτάσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποτάσσω (αρχαία σημασία: τοποθετώ κάτω από) < ὑπό + αρχαία ελληνική τάσσω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική subordonner[1]
Ρήμα
επεξεργασίαυποτάσσω, πρτ.: υπέτασσα, αόρ.: υπέταξα, παθ.φωνή: υποτάσσομαι, π.αόρ.: υποτάχθηκα, μτχ.π.π.: υποταγμένος
- εξαναγκάζω κάποιον να εξαρτιέται από τις διαταγές μου
- αφαιρώ την ελευθερία ενός λαού ή κράτους
- εξουσιάζω, ελέγχω
- ※ Υπέταξε τα πάθη της και τα όνειρά της και τα έθαψε βαθιά μέσα της. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- θεωρώ κάτι δευτερεύον
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις υπό και τάσσω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποτάσσω | υπέτασσα | θα υποτάσσω | να υποτάσσω | υποτάσσοντας | |
β' ενικ. | υποτάσσεις | υπέτασσες | θα υποτάσσεις | να υποτάσσεις | υπότασσε | |
γ' ενικ. | υποτάσσει | υπέτασσε | θα υποτάσσει | να υποτάσσει | ||
α' πληθ. | υποτάσσουμε | υποτάσσαμε | θα υποτάσσουμε | να υποτάσσουμε | ||
β' πληθ. | υποτάσσετε | υποτάσσατε | θα υποτάσσετε | να υποτάσσετε | υποτάσσετε | |
γ' πληθ. | υποτάσσουν(ε) | υπέτασσαν υποτάσσαν(ε) |
θα υποτάσσουν(ε) | να υποτάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπέταξα | θα υποτάξω | να υποτάξω | υποτάξει | ||
β' ενικ. | υπέταξες | θα υποτάξεις | να υποτάξεις | υπόταξε | ||
γ' ενικ. | υπέταξε | θα υποτάξει | να υποτάξει | |||
α' πληθ. | υποτάξαμε | θα υποτάξουμε | να υποτάξουμε | |||
β' πληθ. | υποτάξατε | θα υποτάξετε | να υποτάξετε | υποτάξτε | ||
γ' πληθ. | υπέταξαν υποτάξαν(ε) |
θα υποτάξουν(ε) | να υποτάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποτάξει | είχα υποτάξει | θα έχω υποτάξει | να έχω υποτάξει | ||
β' ενικ. | έχεις υποτάξει | είχες υποτάξει | θα έχεις υποτάξει | να έχεις υποτάξει | έχε υποταγμένο | |
γ' ενικ. | έχει υποτάξει | είχε υποτάξει | θα έχει υποτάξει | να έχει υποτάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποτάξει | είχαμε υποτάξει | θα έχουμε υποτάξει | να έχουμε υποτάξει | ||
β' πληθ. | έχετε υποτάξει | είχατε υποτάξει | θα έχετε υποτάξει | να έχετε υποτάξει | έχετε υποταγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν υποτάξει | είχαν υποτάξει | θα έχουν υποτάξει | να έχουν υποτάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υποταγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υποταγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υποταγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υποταγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποτάσσομαι | υποτασσόμουν(α) | θα υποτάσσομαι | να υποτάσσομαι | υποτασσόμενος | |
β' ενικ. | υποτάσσεσαι | υποτασσόσουν(α) | θα υποτάσσεσαι | να υποτάσσεσαι | ||
γ' ενικ. | υποτάσσεται | υποτασσόταν(ε) | θα υποτάσσεται | να υποτάσσεται | ||
α' πληθ. | υποτασσόμαστε | υποτασσόμαστε υποτασσόμασταν |
θα υποτασσόμαστε | να υποτασσόμαστε | ||
β' πληθ. | υποτάσσεστε | υποτασσόσαστε υποτασσόσασταν |
θα υποτάσσεστε | να υποτάσσεστε | υποτάσσεστε | |
γ' πληθ. | υποτάσσονται | υποτάσσονταν υποτασσόντουσαν |
θα υποτάσσονται | να υποτάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποτάχθηκα | θα υποταχθώ | να υποταχθώ | υποταχθεί | ||
β' ενικ. | υποτάχθηκες | θα υποταχθείς | να υποταχθείς | υποτάξου | ||
γ' ενικ. | υποτάχθηκε | θα υποταχθεί | να υποταχθεί | |||
α' πληθ. | υποταχθήκαμε | θα υποταχθούμε | να υποταχθούμε | |||
β' πληθ. | υποταχθήκατε | θα υποταχθείτε | να υποταχθείτε | υποταχθείτε | ||
γ' πληθ. | υποτάχθηκαν υποταχθήκαν(ε) |
θα υποταχθούν(ε) | να υποταχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποταχθεί | είχα υποταχθεί | θα έχω υποταχθεί | να έχω υποταχθεί | υποταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποταχθεί | είχες υποταχθεί | θα έχεις υποταχθεί | να έχεις υποταχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποταχθεί | είχε υποταχθεί | θα έχει υποταχθεί | να έχει υποταχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποταχθεί | είχαμε υποταχθεί | θα έχουμε υποταχθεί | να έχουμε υποταχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποταχθεί | είχατε υποταχθεί | θα έχετε υποταχθεί | να έχετε υποταχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποταχθεί | είχαν υποταχθεί | θα έχουν υποταχθεί | να έχουν υποταχθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποτάσσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υποτάσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας