Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξουσιάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξουσιάζω
<
εξουσία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.ksu.siˈa.zo
/
Ρήμα
επεξεργασία
εξουσιάζω
ασκώ την
εξουσία
σε κάποιον ή κάτι
έχω
εξουσία
Συνώνυμα
επεξεργασία
αρχοντεύω
αφεντεύω
διαφεντεύω
ηγεμονεύω
κυβερνώ
ορίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
εξουσία
εξουσίαση
εξουσιαστής
εξουσιαστικά
εξουσιαστικός
εξουσιάστρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξουσιάζω
αγγλικά
:
dominate
(en)
γαλλικά
:
dominer
(fr)
,
gouverner
(fr)
, avoir l'
autorité
(fr)
γερμανικά
:
beherrschen
(de)
,
herrschen
(de)