• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξουσιάζω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξουσιάζω < εξουσία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksu.siˈa.zo/

Ρήμα

επεξεργασία

εξουσιάζω

  • ασκώ την εξουσία σε κάποιον ή κάτι
  • έχω εξουσία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αρχοντεύω
  • αφεντεύω
  • διαφεντεύω
  • ηγεμονεύω
  • κυβερνώ
  • ορίζω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • εξουσία
  • εξουσίαση
  • εξουσιαστής
  • εξουσιαστικά
  • εξουσιαστικός
  • εξουσιάστρια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εξουσιάζω
  • αγγλικά : dominate (en), sway (en)
  • γαλλικά : dominer (fr), gouverner (fr), avoir l'autorité (fr)
  • γερμανικά : beherrschen (de), herrschen (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξουσιάζω&oldid=6965077"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Νοεμβρίου 2024, στις 07:14

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Νοεμβρίου 2024, στις 07:14.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας