εξουσιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξουσιαστικός < ελληνιστική κοινή ἐξουσιαστικός
Επίθετο
επεξεργασίαεξουσιαστικός
- που έχει σχέση με την εξουσία ή τον εξουσιαστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξουσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξουσιαστικός
|