διαφεντεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαφεντεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαφεντεύω / δηφενδεύω / δεφενδεύω < λατινική defendo (υπερασπίζομαι)[1] < de + *fendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰen- (κτυπώ, σκοτώνω). Με παρετυμολογική επίδραση του διά (δι-) + αφεντεύω. Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + αφέντ(ης) + -εύω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.fenˈde.vo/
- ΔΦΑ : /ðʝa.feˈde.vo/ σε γρήγορο, ανεπίσημο λόγο
Ρήμα
επεξεργασίαδιαφεντεύω, αόρ.: διαφέντεψα/διαφέντευσα, παθ.φωνή: διαφεντεύομαι, π.αόρ.: διαφεντεύτηκα, μτχ.π.π.: διαφεντεμένος/διαφεντευμένος
- κυβερνώ, διοικώ, ασκώ εξουσία πάνω σε κάποιον ή κάτι
- υπερασπίζομαι, προστατεύω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδιαφέντευτος
- αφεντεύω
- διαφέντεμα : διακυβέρνηση
- διαφεντευτής : κυβερνήτης
- διαφέντεψη
- διαφέντευση
- → και δείτε τη λέξη αφέντης
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφεντεύω | διαφέντευα | θα διαφεντεύω | να διαφεντεύω | διαφεντεύοντας | |
β' ενικ. | διαφεντεύεις | διαφέντευες | θα διαφεντεύεις | να διαφεντεύεις | διαφέντευε | |
γ' ενικ. | διαφεντεύει | διαφέντευε | θα διαφεντεύει | να διαφεντεύει | ||
α' πληθ. | διαφεντεύουμε | διαφεντεύαμε | θα διαφεντεύουμε | να διαφεντεύουμε | ||
β' πληθ. | διαφεντεύετε | διαφεντεύατε | θα διαφεντεύετε | να διαφεντεύετε | διαφεντεύετε | |
γ' πληθ. | διαφεντεύουν(ε) | διαφέντευαν διαφεντεύαν(ε) |
θα διαφεντεύουν(ε) | να διαφεντεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφέντεψα | θα διαφεντέψω | να διαφεντέψω | διαφεντέψει | ||
β' ενικ. | διαφέντεψες | θα διαφεντέψεις | να διαφεντέψεις | διαφέντεψε | ||
γ' ενικ. | διαφέντεψε | θα διαφεντέψει | να διαφεντέψει | |||
α' πληθ. | διαφεντέψαμε | θα διαφεντέψουμε | να διαφεντέψουμε | |||
β' πληθ. | διαφεντέψατε | θα διαφεντέψετε | να διαφεντέψετε | διαφεντέψτε | ||
γ' πληθ. | διαφέντεψαν διαφεντέψαν(ε) |
θα διαφεντέψουν(ε) | να διαφεντέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαφεντέψει | είχα διαφεντέψει | θα έχω διαφεντέψει | να έχω διαφεντέψει | ||
β' ενικ. | έχεις διαφεντέψει | είχες διαφεντέψει | θα έχεις διαφεντέψει | να έχεις διαφεντέψει | ||
γ' ενικ. | έχει διαφεντέψει | είχε διαφεντέψει | θα έχει διαφεντέψει | να έχει διαφεντέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφεντέψει | είχαμε διαφεντέψει | θα έχουμε διαφεντέψει | να έχουμε διαφεντέψει | ||
β' πληθ. | έχετε διαφεντέψει | είχατε διαφεντέψει | θα έχετε διαφεντέψει | να έχετε διαφεντέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφεντέψει | είχαν διαφεντέψει | θα έχουν διαφεντέψει | να έχουν διαφεντέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφεντεύομαι | διαφεντευόμουν(α) | θα διαφεντεύομαι | να διαφεντεύομαι | ||
β' ενικ. | διαφεντεύεσαι | διαφεντευόσουν(α) | θα διαφεντεύεσαι | να διαφεντεύεσαι | ||
γ' ενικ. | διαφεντεύεται | διαφεντευόταν(ε) | θα διαφεντεύεται | να διαφεντεύεται | ||
α' πληθ. | διαφεντευόμαστε | διαφεντευόμαστε διαφεντευόμασταν |
θα διαφεντευόμαστε | να διαφεντευόμαστε | ||
β' πληθ. | διαφεντεύεστε | διαφεντευόσαστε διαφεντευόσασταν |
θα διαφεντεύεστε | να διαφεντεύεστε | (διαφεντεύεστε) | |
γ' πληθ. | διαφεντεύονται | διαφεντεύονταν διαφεντευόντουσαν |
θα διαφεντεύονται | να διαφεντεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφεντεύτηκα | θα διαφεντευτώ | να διαφεντευτώ | διαφεντευτεί | ||
β' ενικ. | διαφεντεύτηκες | θα διαφεντευτείς | να διαφεντευτείς | διαφεντέψου | ||
γ' ενικ. | διαφεντεύτηκε | θα διαφεντευτεί | να διαφεντευτεί | |||
α' πληθ. | διαφεντευτήκαμε | θα διαφεντευτούμε | να διαφεντευτούμε | |||
β' πληθ. | διαφεντευτήκατε | θα διαφεντευτείτε | να διαφεντευτείτε | διαφεντευτείτε | ||
γ' πληθ. | διαφεντεύτηκαν διαφεντευτήκαν(ε) |
θα διαφεντευτούν(ε) | να διαφεντευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαφεντευτεί | είχα διαφεντευτεί | θα έχω διαφεντευτεί | να έχω διαφεντευτεί | διαφεντεμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαφεντευτεί | είχες διαφεντευτεί | θα έχεις διαφεντευτεί | να έχεις διαφεντευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαφεντευτεί | είχε διαφεντευτεί | θα έχει διαφεντευτεί | να έχει διαφεντευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφεντευτεί | είχαμε διαφεντευτεί | θα έχουμε διαφεντευτεί | να έχουμε διαφεντευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαφεντευτεί | είχατε διαφεντευτεί | θα έχετε διαφεντευτεί | να έχετε διαφεντευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφεντευτεί | είχαν διαφεντευτεί | θα έχουν διαφεντευτεί | να έχουν διαφεντευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαφεντεμένος - είμαστε, είστε, είναι διαφεντεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαφεντεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαφεντεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαφεντεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαφεντεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαφεντεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαφεντεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαφεντεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διαφεντεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαφεντεύω < διαυθεντεύω. Με παρετυμολογική επίδραση του (διά) δι- + ἀφεντεύω, τύπου του αὐθεντεύω. Μορφολογικά αναλύεται σε (δια-) δι- ἀφέντ(ης) + -εύω.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαφεντεύω θηλυκό