Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.fenˈde.vo/
ΔΦΑ : /ðʝa.feˈde.vo/ σε γρήγορο, ανεπίσημο λόγο

διαφεντεύω, αόρ.: διαφέντεψα/διαφέντευσα, παθ.φωνή: διαφεντεύομαι, π.αόρ.: διαφεντεύτηκα, μτχ.π.π.: διαφεντεμένος/διαφεντευμένος

  1. κυβερνώ, διοικώ, ασκώ εξουσία πάνω σε κάποιον ή κάτι
     συνώνυμα: εξουσιάζω
    διαφεντεύω τα του οίκου μου
  2. υπερασπίζομαι, προστατεύω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφεντεύω < διαυθεντεύω. Με παρετυμολογική επίδραση του (διά) δι- + ἀφεντεύω, τύπου του αὐθεντεύω. Μορφολογικά αναλύεται σε (δια-) δι- ἀφέντ(ης) + -εύω.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαφεντεύω θηλυκό