Ετυμολογία

επεξεργασία
νοικοκυρεύω < είτε νοικοκύρ(ης) + -εύω,[1] όπως και η μεσαιωνική ελληνική οἰκοκυρεύω[2] είτε κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική νοικοκυρεύω, [3][4] μορφή του οἰκοκυρεύω.
ΔΦΑ : /ni.ko.ciˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοικοκυρεύω

νοικοκυρεύω, αόρ.: νοικοκύρεψα, παθ.φωνή: νοικοκυρεύομαι, π.αόρ.: νοικοκυρεύτηκα, μτχ.π.π.: νοικοκυρεμένος

  1. καθαρίζω και τακτοποιώ ένα χώρο και τα πράγματα που βρίσκονται σε αυτόν
     συνώνυμα: συγυρίζω, συμμαζεύω
  2. βάζω σε τάξη, οργανώνω
  3. εξασφαλίζω άνετη και τακτοποιημένη ζωή σε κάποιον
  4. (μεταφορικά, σκωπτικό) κλέβω από κάποιον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. νοικοκυρεύω - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  2. νοικοκυρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. νοικοκυρεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. s.v. νοικοκύρης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Ετυμολογία

επεξεργασία
νοικοκυρεύω < λείπει η ετυμολογία

νοικοκυρεύω