Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλέβω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλέβω < αρχαία ελληνική κλέπτω με μεταπλασμό βάσει του θέματος κλεψ- κατά το σχήμα όπως κλέπτω, έκλεψα, κλέβω [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλέ‐βω

  Ρήμα επεξεργασία

κλέβω, πρτ.: έκλεβα, αόρ.: έκλεψα, παθ.φωνή: κλέβομαι, π.αόρ.: κλέφτηκα, μτχ.π.π.: κλεμμένος

  1. αφαιρώ παράνομα ξένη περιουσία, κάνω κλοπές
  2. δε δίνω αυτό που οφείλω, ή παίρνω περισσότερα από τα συμφωνημένα
     συνώνυμα: εξαπατώ
  3. αποσπώ πληροφορία που ο κάτοχός της δε συναίνεσε ή δε θέλει να δώσει/μοιραστεί
  4. (προφορικό) συνώνυμο του απάγω (ιδίως για γυναίκα)
    παθητική φωνή: → δείτε τη λέξη κλέβομαι

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κλεπτ- κλεβ- κλεψ- κλοπ- 

θέμα κλεβ-

θέμα κλεπτ- από το κλέπτω

θέμα κλεφτ-
→ δείτε τη λέξη κλέφτης

θέμα κλοπ από το κλέπτω
→ δείτε τη λέξη κλοπή

θέμα κλεψ-

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία