faire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- faire < μέση γαλλική faire < παλαιά γαλλική faire
Ρήμα
επεξεργασίαfaire (fr)
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαje fais tu fais il/elle fait nous faisons vous faites ils/elles font
faire (fr)
je fais tu fais il/elle fait nous faisons vous faites ils/elles font