Ετυμολογία

επεξεργασία
σκατώνω < μεσαιωνική ελληνική σκατώνω[1] < σκατό

σκατώνω (παθητική φωνή: σκατώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία