σκατώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκατώνω < μεσαιωνική ελληνική σκατώνω[1] < σκατό
Ρήμα
επεξεργασίασκατώνω (παθητική φωνή: σκατώνομαι)
- (χυδαίο, μεταβατικό) αποτυγχάνω σε μια προσπάθειά μου, μπερδεύω κάτι
- ※ Και τώρα που τα σκάτωσες στις εξετάσεις; Που τον Σεπτέμβριο ο γιος των κουμπάρων θα μετακομίσει στην Ξάνθη —έκτος, παρακαλώ, επιτυχών στο Πολυτεχνείο!— και η κόρη των Αλβανών του ισογείου θα γραφτεί, άκουσον άκουσον, στην Παιδαγωγική; (www.thetoc.gr, 15.06.2021)
Συγγενικά
επεξεργασία- σκάτωμα
- σκατωμένος
- → δείτε τη λέξη σκατό
Συνώνυμα
επεξεργασία- κάνω κάτι σκατά
- κάνω κάτι θάλασσα, τα θαλασσώνω
- κάνω κάτι κουλουβάχατα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκατώνω | σκάτωνα | θα σκατώνω | να σκατώνω | σκατώνοντας | |
β' ενικ. | σκατώνεις | σκάτωνες | θα σκατώνεις | να σκατώνεις | σκάτωνε | |
γ' ενικ. | σκατώνει | σκάτωνε | θα σκατώνει | να σκατώνει | ||
α' πληθ. | σκατώνουμε | σκατώναμε | θα σκατώνουμε | να σκατώνουμε | ||
β' πληθ. | σκατώνετε | σκατώνατε | θα σκατώνετε | να σκατώνετε | σκατώνετε | |
γ' πληθ. | σκατώνουν(ε) | σκάτωναν σκατώναν(ε) |
θα σκατώνουν(ε) | να σκατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκάτωσα | θα σκατώσω | να σκατώσω | σκατώσει | ||
β' ενικ. | σκάτωσες | θα σκατώσεις | να σκατώσεις | σκάτωσε | ||
γ' ενικ. | σκάτωσε | θα σκατώσει | να σκατώσει | |||
α' πληθ. | σκατώσαμε | θα σκατώσουμε | να σκατώσουμε | |||
β' πληθ. | σκατώσατε | θα σκατώσετε | να σκατώσετε | σκατώστε | ||
γ' πληθ. | σκάτωσαν σκατώσαν(ε) |
θα σκατώσουν(ε) | να σκατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκατώσει | είχα σκατώσει | θα έχω σκατώσει | να έχω σκατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκατώσει | είχες σκατώσει | θα έχεις σκατώσει | να έχεις σκατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκατώσει | είχε σκατώσει | θα έχει σκατώσει | να έχει σκατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκατώσει | είχαμε σκατώσει | θα έχουμε σκατώσει | να έχουμε σκατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκατώσει | είχατε σκατώσει | θα έχετε σκατώσει | να έχετε σκατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκατώσει | είχαν σκατώσει | θα έχουν σκατώσει | να έχουν σκατώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκατώνομαι | σκατωνόμουν(α) | θα σκατώνομαι | να σκατώνομαι | ||
β' ενικ. | σκατώνεσαι | σκατωνόσουν(α) | θα σκατώνεσαι | να σκατώνεσαι | (σκατώνου) | |
γ' ενικ. | σκατώνεται | σκατωνόταν(ε) | θα σκατώνεται | να σκατώνεται | ||
α' πληθ. | σκατωνόμαστε | σκατωνόμαστε σκατωνόμασταν |
θα σκατωνόμαστε | να σκατωνόμαστε | ||
β' πληθ. | σκατώνεστε | σκατωνόσαστε σκατωνόσασταν |
θα σκατώνεστε | να σκατώνεστε | (σκατώνεστε) | |
γ' πληθ. | σκατώνονται | σκατώνονταν σκατωνόντουσαν |
θα σκατώνονται | να σκατώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκατώθηκα | θα σκατωθώ | να σκατωθώ | σκατωθεί | ||
β' ενικ. | σκατώθηκες | θα σκατωθείς | να σκατωθείς | σκατώσου | ||
γ' ενικ. | σκατώθηκε | θα σκατωθεί | να σκατωθεί | |||
α' πληθ. | σκατωθήκαμε | θα σκατωθούμε | να σκατωθούμε | |||
β' πληθ. | σκατωθήκατε | θα σκατωθείτε | να σκατωθείτε | σκατωθείτε | ||
γ' πληθ. | σκατώθηκαν σκατωθήκαν(ε) |
θα σκατωθούν(ε) | να σκατωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκατωθεί | είχα σκατωθεί | θα έχω σκατωθεί | να έχω σκατωθεί | σκατωμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκατωθεί | είχες σκατωθεί | θα έχεις σκατωθεί | να έχεις σκατωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκατωθεί | είχε σκατωθεί | θα έχει σκατωθεί | να έχει σκατωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκατωθεί | είχαμε σκατωθεί | θα έχουμε σκατωθεί | να έχουμε σκατωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκατωθεί | είχατε σκατωθεί | θα έχετε σκατωθεί | να έχετε σκατωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκατωθεί | είχαν σκατωθεί | θα έχουν σκατωθεί | να έχουν σκατωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ σκατώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας