θαλασσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαθαλασσώνω, πρτ.: θαλάσσωνα, στ.μέλλ.: θα θαλασσώσω, αόρ.: θαλάσσωσα, μτχ.π.π.: θαλασσωμένος
- (με την αντωνυμία τα) ως συνώνυμο της φράσης τα κάνω θάλασσα, μπερδεύω τα πράγματα, αποτυγχάνω ολοκληρωτικά σε κάποια προσπάθεια
- προσπάθησα να φτιάξω το αυτοκίνητο μόνος μου, αλλά τα θαλάσσωσα