μπερδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπερδεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπερδεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /berˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπερ‐δεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαμπερδεύω, πρτ.: μπέρδευα, στ.μέλλ.: θα μπερδέψω, αόρ.: μπέρδεψα, παθ.φωνή: μπερδεύομαι, π.αόρ.: μπερδεύτηκα, μτχ.π.π.: μπερδεμένος
- μπλέκω ένα αντικείμενο με ένα άλλο, τα κάνω να ενωθούν κατά τρόπο τυχαίο και ανεπιθύμητο
- ανακατεύω ή ανακινώ ή μπλέκω (διάφορα πράγματα) ώστε να πάνε σε τυχαίες θέσεις
- ↪ Κάποιος είχε μπερδέψει τα χαρτιά και δεν μπορούσα να βρω άκρη
- συγχέω διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, καταλαβαίνω άλλο πράγμα αντί για αυτό που πρέπει
- προκαλώ σύγχυση σε κάποιον είτε σκόπιμα είτε κατα λάθος είτε από άγνοια
- ↪Μπερδεύομαι όταν μου μιλάνε δύο άτομα ταυτόχρονα και δεν ξέρω τι να κάνω.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αμπέρδευτος
- αξεμπέρδευτος
- εμπερδεύομαι
- μισομπερδεμένος
- μπέρδεμα
- μπερδεματάκι
- μπερδεμένα (επίρρημα)
- μπερδεμένος
- μπερδεμός
- μπερδευτός
- μπερδεψιά
- μπερδεψογλωσσιά
- μπερδεψοδουλειά
- μπερδεψούρα
- ξεμπέρδεμα
- ξεμπερδεμένος
- ξεμπερδεμός
- ξεμπερδεύω, ξεμπερδεύομαι
- πολυμπερδεμένος
- πολυμπερδεύω, πολυμπερδεύομαι
- ψιλομπερδεύω, ψιλομπερδεύομαι
- χιλιομπερδεμένος, χιλιομπερδεγμένος
- → δείτε και τη λέξη μπουρδουκλώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπερδεύω | μπέρδευα | θα μπερδεύω | να μπερδεύω | μπερδεύοντας | |
β' ενικ. | μπερδεύεις | μπέρδευες | θα μπερδεύεις | να μπερδεύεις | μπέρδευε | |
γ' ενικ. | μπερδεύει | μπέρδευε | θα μπερδεύει | να μπερδεύει | ||
α' πληθ. | μπερδεύουμε | μπερδεύαμε | θα μπερδεύουμε | να μπερδεύουμε | ||
β' πληθ. | μπερδεύετε | μπερδεύατε | θα μπερδεύετε | να μπερδεύετε | μπερδεύετε | |
γ' πληθ. | μπερδεύουν(ε) | μπέρδευαν μπερδεύαν(ε) |
θα μπερδεύουν(ε) | να μπερδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπέρδεψα | θα μπερδέψω | να μπερδέψω | μπερδέψει | ||
β' ενικ. | μπέρδεψες | θα μπερδέψεις | να μπερδέψεις | μπέρδεψε | ||
γ' ενικ. | μπέρδεψε | θα μπερδέψει | να μπερδέψει | |||
α' πληθ. | μπερδέψαμε | θα μπερδέψουμε | να μπερδέψουμε | |||
β' πληθ. | μπερδέψατε | θα μπερδέψετε | να μπερδέψετε | μπερδέψτε | ||
γ' πληθ. | μπέρδεψαν μπερδέψαν(ε) |
θα μπερδέψουν(ε) | να μπερδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπερδέψει | είχα μπερδέψει | θα έχω μπερδέψει | να έχω μπερδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μπερδέψει | είχες μπερδέψει | θα έχεις μπερδέψει | να έχεις μπερδέψει | έχε μπερδεμένο | |
γ' ενικ. | έχει μπερδέψει | είχε μπερδέψει | θα έχει μπερδέψει | να έχει μπερδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπερδέψει | είχαμε μπερδέψει | θα έχουμε μπερδέψει | να έχουμε μπερδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μπερδέψει | είχατε μπερδέψει | θα έχετε μπερδέψει | να έχετε μπερδέψει | έχετε μπερδεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μπερδέψει | είχαν μπερδέψει | θα έχουν μπερδέψει | να έχουν μπερδέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μπερδεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μπερδεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μπερδεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μπερδεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπερδεύομαι | μπερδευόμουν(α) | θα μπερδεύομαι | να μπερδεύομαι | ||
β' ενικ. | μπερδεύεσαι | μπερδευόσουν(α) | θα μπερδεύεσαι | να μπερδεύεσαι | ||
γ' ενικ. | μπερδεύεται | μπερδευόταν(ε) | θα μπερδεύεται | να μπερδεύεται | ||
α' πληθ. | μπερδευόμαστε | μπερδευόμαστε μπερδευόμασταν |
θα μπερδευόμαστε | να μπερδευόμαστε | ||
β' πληθ. | μπερδεύεστε | μπερδευόσαστε μπερδευόσασταν |
θα μπερδεύεστε | να μπερδεύεστε | (μπερδεύεστε) | |
γ' πληθ. | μπερδεύονται | μπερδεύονταν μπερδευόντουσαν |
θα μπερδεύονται | να μπερδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπερδεύτηκα | θα μπερδευτώ | να μπερδευτώ | μπερδευτεί | ||
β' ενικ. | μπερδεύτηκες | θα μπερδευτείς | να μπερδευτείς | μπερδέψου | ||
γ' ενικ. | μπερδεύτηκε | θα μπερδευτεί | να μπερδευτεί | |||
α' πληθ. | μπερδευτήκαμε | θα μπερδευτούμε | να μπερδευτούμε | |||
β' πληθ. | μπερδευτήκατε | θα μπερδευτείτε | να μπερδευτείτε | μπερδευτείτε | ||
γ' πληθ. | μπερδεύτηκαν μπερδευτήκαν(ε) |
θα μπερδευτούν(ε) | να μπερδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μπερδευτεί | είχα μπερδευτεί | θα έχω μπερδευτεί | να έχω μπερδευτεί | μπερδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις μπερδευτεί | είχες μπερδευτεί | θα έχεις μπερδευτεί | να έχεις μπερδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μπερδευτεί | είχε μπερδευτεί | θα έχει μπερδευτεί | να έχει μπερδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μπερδευτεί | είχαμε μπερδευτεί | θα έχουμε μπερδευτεί | να έχουμε μπερδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μπερδευτεί | είχατε μπερδευτεί | θα έχετε μπερδευτεί | να έχετε μπερδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μπερδευτεί | είχαν μπερδευτεί | θα έχουν μπερδευτεί | να έχουν μπερδευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπερδεμένος - είμαστε, είστε, είναι μπερδεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπερδεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπερδεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπερδεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπερδεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπερδεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπερδεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπερδεύω
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπερδεύω < μπερδένω < ἐμπερδεύω[1] με βάση τη μετοχή ἐμπερδεμένος (κατά το σχήμα δουλεύω-δουλεμένος) < *ἐμ-(ἐν) + περιδένω < ἐμπεριδέω (τύπος του 10ου αιώνα) < ἐμ- + περι- + αρχαία ελληνική δέω (δένω)[2]
Ρήμα
επεξεργασίαμπερδεύω
- μπερδεύω, περιπλέκω → δείτε και τη λέξη μπερδένω
- → δείτε μπερδεύομαι με επιπλέον σημασίες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ἘΜΠΕΡΔΕΎΕΙΝ, § 381, Τόμος Α΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μπερδεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].