ανακατεύω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανακατεύω < ανάκατος
ΡήμαΕπεξεργασία
ανακατεύω, πρτ.: ανακάτευα, στ.μέλλ.: θα ανακατέψω, αόρ.: ανακάτεψα, παθ.φωνή: ανακατεύομαι, μτχ.π.π.: ανακατεμένος
- κάνω ένα μείγμα από διάφορα υλικά και το ανακινώ ώστε να γίνει ομοιογενές
- χαλάω την τάξη που υπάρχει σε ένα σύνολο μετακινώντας τα μέρη του
- δημιουργώ σε κάποιον ναυτία, αναγούλα
- εμπλέκω κάποιον σε μια υπόθεση
- δημιουργώ πρόβλημα σε ένα σύνολο ανθρώπων