Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mix mixes

mix (en)

  1. (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) το μείγμα, ένας συνδυασμός διαφορετικών ανθρώπων ή πραγμάτων
    ⮡  We have a mix of coffee/tea/tobacco.
    Έχουμε ένα μείγμα καφέ/τσαγιού/καπνού.
    ⮡  He’s a mix of both good and bad qualities.
    Είναι μείγμα αρετών και αδυναμιών.
     συνώνυμα:  blend, combination, compound, medley και mixture
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μείγμα από πράγματα που χρειάζομαι για να φτιάξω κάτι, που πωλείται συχνά ως σκόνη στην οποία προσθέτω νερό κτλ.
    ⮡  an ice cream/cake mix - παγωτό μείγμα/μείγμα του κέικ
    ⮡  After mixing the ingredients, toss the mix into the pan.
    Μετά την ανάμειξη των υλικών, ρίχνετε το μείγμα στο τηγάνι.
ενεστώτας mix
γ΄ ενικό ενεστώτα mixes
αόριστος mixed
παθητική μετοχή mixed
ενεργητική μετοχή mixing

mix (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ανακατεύω, μπερδεύω, ουσίες που μπορούν να ενωθούν, συνήθως με τρόπο που σημαίνει ότι δεν μπορούν εύκολα να χωριστούν
    ⮡  Oil and water do not mix.
    Το λάδι και το νερό δεν ανακατεύονται.
    ⮡  Don’t mix drinks/work with pleasure.
    Μην μπερδεύεις τα ποτά/τη δουλειά με την ψυχαγωγία.
  2. (μεταβατικό) ανακατεύω, κάνω ένα μείγμα από διάφορα υλικά
    ⮡  I am mixing flour and water.
    Ανακατεύω αλεύρι και νερό.
     συνώνυμα: stir

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mix (ca)