mix
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mix | mixes |
mix (en)
- (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) το μείγμα, ένας συνδυασμός διαφορετικών ανθρώπων ή πραγμάτων
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μείγμα από πράγματα που χρειάζομαι για να φτιάξω κάτι, που πωλείται συχνά ως σκόνη στην οποία προσθέτω νερό κτλ.
- ⮡ an ice cream/cake mix - παγωτό μείγμα/μείγμα του κέικ
- ⮡ After mixing the ingredients, toss the mix into the pan.
- Μετά την ανάμειξη των υλικών, ρίχνετε το μείγμα στο τηγάνι.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mix |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mixes |
αόριστος | mixed |
παθητική μετοχή | mixed |
ενεργητική μετοχή | mixing |
mix (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανακατεύω, μπερδεύω, ουσίες που μπορούν να ενωθούν, συνήθως με τρόπο που σημαίνει ότι δεν μπορούν εύκολα να χωριστούν
- ⮡ Oil and water do not mix.
- Το λάδι και το νερό δεν ανακατεύονται.
- ⮡ Don’t mix drinks/work with pleasure.
- Μην μπερδεύεις τα ποτά/τη δουλειά με την ψυχαγωγία.
- ⮡ Oil and water do not mix.
- (μεταβατικό) ανακατεύω, κάνω ένα μείγμα από διάφορα υλικά
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- mix (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mix (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 48, 533. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακατεύω, μείγμα
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmix (ca)