ενεστώτας mix up
γ΄ ενικό ενεστώτα mixes up
αόριστος mixed up
παθητική μετοχή mixed up
ενεργητική μετοχή mixing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mix up < → δείτε τις λέξεις mix και up

mix up (en)

  • συγχέω, μπερδεύω, νομίζω λανθασμένα ότι κάποιος ή κάτι είναι κάποιος ή κάτι άλλο
    ⮡  I don’t have a good memory, I easily mix up names and dates.
    Δεν έχω καλή μνήμη, συγχέω εύκολα ονόματα και χρονολογίες.
    ⮡  The meaning of words is often mixed up.
    Συχνά συγχέεται η σημασία των λέξεων.
    ⮡  You have got it all mixed up.
    Τα έχεις μπερδέψει όλα.
    ⮡  I mixed up the dates.
    Μπέρδεψα τις ημερομηνίες.
     συνώνυμα: confuse