ενεργητική μετοχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενεργητική μετοχή < ενεργητική φωνή + μετοχή
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενεργητική μετοχή θηλυκό
- (γραμματική) μετοχή ενεργητικής φωνής
- ※ Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τη λεγόμενη ενεργητική μετοχή που είναι στην ενεργητική φωνή, σε χρόνο ενεστώτα και είναι άκλιτη. (*)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενεργητική μετοχή
|