ενεστώτας confuse
γ΄ ενικό ενεστώτα confuses
αόριστος confused
παθητική μετοχή confused
ενεργητική μετοχή confusing

confuse (en) (μεταβατικό)

  1. μπερδεύω, κάνω κάποιον που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά ή να καταλάβει κάτι
    He confused me with his explanations.
    Με μπέρδεψε με τις εξηγήσεις του.
    They confuse people by frequently changing the street names.
    Μπερδεύουν τον κόσμο αλλάζοντας συχνά τα ονόματα των δρόμων.
     συνώνυμα:  baffle, bewilder, confound, disconcert, flummox, fluster, get, perplex, puzzle και stump
  2. συγχέω, μπερδεύω, νομίζω λανθασμένα ότι κάποιος ή κάτι είναι κάποιος ή κάτι άλλο
    I confuse him with his brother, because they look a lot alike.
    Τον συγχέω με τον αδελφό του, γιατί μοιάζουν πολύ.
    I don’t have a good memory, I easily confuse names and dates.
    Δεν έχω καλή μνήμη, συγχέω εύκολα ονόματα και χρονολογίες.
    The meaning of words is often confused.
    Συχνά συγχέεται η σημασία των λέξεων.
    Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
    Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
    In the dream, the boundaries of the real and the imaginary are confused.
    Στο όνειρο συγχέονται τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού.
    The two brothers look very much alike and everyone confuses them.
    Τα δύο αδέλφια μοιάζουν πολύ κι όλοι τα μπερδεύουν.
     συνώνυμα: mix up

Συγγενικά

επεξεργασία