confuse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | confuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confuses |
αόριστος | confused |
παθητική μετοχή | confused |
ενεργητική μετοχή | confusing |
Ρήμα
επεξεργασίαconfuse (en) (μεταβατικό)
- μπερδεύω, κάνω κάποιον που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά ή να καταλάβει κάτι
- συγχέω, μπερδεύω, νομίζω λανθασμένα ότι κάποιος ή κάτι είναι κάποιος ή κάτι άλλο
- ↪ I confuse him with his brother, because they look a lot alike.
- Τον συγχέω με τον αδελφό του, γιατί μοιάζουν πολύ.
- ↪ I don’t have a good memory, I easily confuse names and dates.
- Δεν έχω καλή μνήμη, συγχέω εύκολα ονόματα και χρονολογίες.
- ↪ The meaning of words is often confused.
- Συχνά συγχέεται η σημασία των λέξεων.
- ↪ Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
- Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
- ↪ In the dream, the boundaries of the real and the imaginary are confused.
- Στο όνειρο συγχέονται τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού.
- ↪ The two brothers look very much alike and everyone confuses them.
- Τα δύο αδέλφια μοιάζουν πολύ κι όλοι τα μπερδεύουν.
- ≈ συνώνυμα: mix up
- ↪ I confuse him with his brother, because they look a lot alike.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- confuse - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 571-572. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπερδεύω