get
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- get < μέση αγγλική get < παλαιά νορβηγική geta < πρωτογερμανική ʒetanan (πβ. αγγλοσαξονικό gietan, γοτθικό bi-gitan) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghéd-
- (πβ. μέση ιρλανδική gataim (κλέβω), λιθουανική godetis (είμαι άπληστος), ρωσική gadatī (υποθέτω), αλβανική gjej (βρίσκω), αρχαία ελληνική κτάομαι-κτῶμαι, αρχαία περσική xšathra (κυριαρχία) )
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
get | gets |
get (en)
- ο απόγονος
- η γενεαλογία
- (αθλητισμός) δύσκολη απόκρουση μιας βολής στο τένις
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | get |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets |
αόριστος | got |
παθητική μετοχή | got, gotten |
ενεργητική μετοχή | getting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
gotten (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό΄΄) |
get (en)
- (μεταβατικό) παίρνω, αποκτώ ή αγοράζω
- I'm going to get a computer tomorrow from the discount store.
- You need to get permission to leave early.
- ≈ συνώνυμα: obtain, acquire, come by, get hold of, have, take possession of
- ≠ αντώνυμα: lose
- (μεταβατικό) παίρνω, δέχομαι
- (μεταβατικό) φέρνω
- (σε περιφράσεις) "γίνομαι", έρχομαι σε μια κατάσταση
- (μεταβατικό) κάνω κάτι/κάποιον να έρθει σε μια κατάσταση
- (μεταβατικό) με τις προθέσεις on και off: βάζω ή βγάζω, π.χ. για ρούχα
- I can't get these boots off (or on).
- (μεταβατικό) καταφέρνω / κάνω κάτι ή κάποιον να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο
- (αυτοπαθές) πηγαίνω
- Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, Retro me, Sathana, στίχος 1
- Get thee behind me. (ύπαγε οπίσω μου, Σατανά)
- Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, Retro me, Sathana, στίχος 1
- (αμετάβατο) φτάνω σε κάποιο μέρος ή πλησιάζω κάπου
- (αμετάβατο) πηγαίνω ή έρχομαι
- (αμετάβατο) αρχίζω (να κάνω κάτι)
- (μεταβατικό) παίρνω (ένα μεταφορικό μέσο)
- (μεταβατικό) απαντώ σε ένα σήμα, πχ σηκώνω το τηλέφωνο, ανοίγω την πόρτα επειδή κάποιος χτύπησε
- (αμετάβατο) (+ απαρέμφατο) καταφέρνω, μπορώ, μου επιτρέπεται ή έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι
- I'm so jealous that you got to see them perform live!
- (μεταβατικό) (οικείο) καταλαβαίνω
- Yeah, I get it, it's just not funny.
- He's weird. I don't get him.
- Do you get math class today?
- I don't get what you mean by "fun". This place sucks!
- ≈ συνώνυμα: dig, follow, make sense of, understand
- (μεταβατικό) χρησιμοποιείται για να σχηματιστούν παθητικοί τύποι αντί του ρήματος be
- (μεταβατικό) (οικείο) κολλάω, προσβάλλομαι από αρρώστια
- I went on holiday and got malaria.
- (μεταβατικό) (οικείο) ξεγελώ, κάνω φάρσα
- (μεταβατικό) (οικείο) στριμώχνω, δυσκολεύω (πχ. για ερώτηση, πρόβλημα)
- (μεταβατικό) βρίσκω για λύση ή απάντηση (άσκησης, υπολογισμών)
- (μεταβατικό) (οικείο) πιάνω (πχ. εγκληματία για να δικαστεί)
- (μεταβατικό) (οικείο) ρίχνω ξύλο
- (μεταβατικό) (οικείο) πιάνω, ακούω καλά ώστε να καταλάβω
- (μεταβατικό) αφαιρώ ανεπιθύμητα στοιχεία από χημικό μείγμα (είτε αέρια, υγρά, στερεά) με ειδική μηχανή (το getter)
Επεξεργασία
Λήμματα με το 'get' στο Βικιλεξικό
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
Εναλλακτική μορφή του git
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
get (en)
Ετυμολογία 3Επεξεργασία
Ουσιαστικό 3Επεξεργασία
Επεξεργασία
Λουξεμβουργιανά (lb) Επεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
get (lb)
Σουηδικά (sv) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
get (sv)