get through
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get through |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets through |
αόριστος | got through |
παθητική μετοχή | got through, gotten through |
ενεργητική μετοχή | getting through |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget through (en)
- τελειώνω, ξεμπερδεύω, ολοκληρώνω κάτι
- περνάω, γίνεται δεκτός ένα νομοσχέδιο
- ⮡ The bill will not get through.
- Το νομοσχέδιο δε θα περάσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη go through
- ⮡ The bill will not get through.
- περνάω, ξεπερνάω εμπόδιο, δοκιμασία κτλ.
Πηγές
επεξεργασία- get through - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ