Δείτε επίσης: Finnish

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
finish finishes

finish (en)

  1. το τέλος
    the journey’s finish - το τέλος του ταξιδιού
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη end
  2. προστατευτική επίστρωση σε ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες, το τελείωμα
ενεστώτας finish
γ΄ ενικό ενεστώτα finishes
αόριστος finished
παθητική μετοχή finished
ενεργητική μετοχή finishing

finish (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω, βγάζω, σταματώ να κάνω κάτι ή να φτιάχνω κάτι επειδή έχει ολοκληρωθεί
    I finish my work.
    Τελειώνω τη δουλειά μου.
    When I finish school/University…
    Όταν βγάλω το σχολείο/το Πανεπιστήμιο…
     συνώνυμα:  complete, end και get through
  2. παχαίνω ένα ζώο για να το σφάξω
  3. περνάω προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

finish (da)

  • τελείωμα, προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

finish (nl) θηλυκό