finish
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | finish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | finishes |
αόριστος | finished |
παθητική μετοχή | finished |
ενεργητική μετοχή | finishing |
finish (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω, βγάζω, σταματώ να κάνω κάτι ή να φτιάχνω κάτι επειδή έχει ολοκληρωθεί
- ⮡ I am finish my work.
- Τελειώνω τη δουλειά μου.
- ⮡ Without money, I wouldn’t have finished university.
- Χωρίς χρήματα δε θα τελείωνα το πανεπιστήμιο.
- ⮡ When I finish school/University…
- Όταν βγάλω το σχολείο/το Πανεπιστήμιο…
- ≈ συνώνυμα: complete, end και get through
- ⮡ I am finish my work.
- παχαίνω ένα ζώο για να το σφάξω
- περνάω προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια
Πηγές
επεξεργασία
- finish (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- finish (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 872. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, τελειώνω