τέλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέλος | τα | τέλη |
γενική | του | τέλους | των | τελών |
αιτιατική | το | τέλος | τα | τέλη |
κλητική | τέλος | τέλη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέλος < αρχαία ελληνική τέλος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈte.los/
- συλλαβισμός : τέ‐λος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τέλος ουδέτερο
- το σημείο πέραν του οποίου δε συνεχίζεται μια ενέργεια ή ένα πράγμα, το έσχατο σημείο, το πέρας
- τα τέλη του αιώνα
- το τέλος του δρόμου
- το τέλος της σχέσης μας
- το τέλος του κόσμου
- (μεταφορικά) ο θάνατος
- (οικονομία) ο φόρος, ο δασμός (συνήθως στον πληθυντικό: τα τέλη)
- τέλος ακίνητης περιουσίας
- τα τέλη κυκλοφορίας
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χρονικό ή τοπικό όριο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «τέλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέλος < τελ- με δυσχερή αναγωγή στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, στρίβω) λόγω των τύπων τελεσ-[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τέλος ουδέτερο
Επεξεργασία
- τελικός
- ...
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «τέλος» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «τέλος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «τέλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.