↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέλος τα τέλη
      γενική του τέλους των τελών
    αιτιατική το τέλος τα τέλη
     κλητική τέλος τέλη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τέλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈte.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέ‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέλος ουδέτερο

  1. το σημείο πέραν του οποίου δε συνεχίζεται μια ενέργεια ή ένα πράγμα, το έσχατο σημείο, το πέρας
    τα τέλη του αιώνα
    το τέλος του δρόμου
    το τέλος της σχέσης μας
    το τέλος του κόσμου
     συνώνυμα: εσχατιά, τα πέρατα, πέρας
     αντώνυμα: αρχή, ξεκίνημα
  2. (μεταφορικά) ο θάνατος
    ※  Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου! (Κώστας Ταχτσής (1972). «Τα ρέστα». Συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα)
  3. (οικονομία) ο φόρος, ο δασμός (συνήθως στον πληθυντικό: τα τέλη)
    τέλος ακίνητης περιουσίας
    τα τέλη κυκλοφορίας, ταχυδρομικά τέλη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τελεσ-
ονομαστική τὸ τέλος τὰ τέλη - τέλε
      γενική τοῦ τέλους - τέλεος τῶν τελῶν - τελέων
      δοτική τῷ τέλει - τέλεῐ̈ τοῖς τέλεσ(ν)
    αιτιατική τὸ τέλος τὰ τέλη - τέλεα
     κλητική ! τέλος τέλη - τέλεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέλει - τέλεε
γεν-δοτ τοῖν  τελοῖν - τελέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τέλος < τελ- με δυσχερή αναγωγή στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, στρίβω) λόγω των τύπων τελεσ-[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέλος ουδέτερο

  1. ολοκλήρωση, εκπλήρωση, αποτέλεσμα
  2. σκοπός
  3. λήξη, παύση
  4. απόφαση δίκης
  5. δασμός, έξοδο
  6. τελειότητα, πληρότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.