Ετυμολογία

επεξεργασία

konec < πρωτοσλαβική, δείτε επίσης στα πολωνικά koniec και στα ρωσικά конец

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

konec (cs) αρσενικό

  1. το τέλος
    ⮡  konec světa - το τέλος του κόσμου