τέλειος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέλειος < αρχαία ελληνική τέλειος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τέλειος
- που έχει φτάσει στην τελειότητα· ιδανικός, ολοκληρωμένος, χωρίς ελάττωμα, αψεγάδιαστος, άψογος
- που κατέχει στον ύψιστο βαθμό μια ιδιότητα, ακόμη και αρνητική
- π.χ. τέλειος βλάκας