Δείτε επίσης: ἰδανικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδανικός η ιδανική το ιδανικό
      γενική του ιδανικού της ιδανικής του ιδανικού
    αιτιατική τον ιδανικό την ιδανική το ιδανικό
     κλητική ιδανικέ ιδανική ιδανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδανικοί οι ιδανικές τα ιδανικά
      γενική των ιδανικών των ιδανικών των ιδανικών
    αιτιατική τους ιδανικούς τις ιδανικές τα ιδανικά
     κλητική ιδανικοί ιδανικές ιδανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδανικός < αρχαία ελληνική ἰδανικός < ἰδανός < αρχαία ελληνική ἰδεῖν / εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική idéal)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ða.niˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

ιδανικός, -ή, -ό

  1. που μπορούμε να τον έχουμε ως πρότυπο, γιατί είναι άψογος ή τέλειος, χωρίς μειονεκτήματα
     συνώνυμα: ιδεώδης, πρότυπος, τέλειος, υποδειγματικός
  2. που δεν υπάρχει πραγματικά, αλλά υφίσταται μόνο ως ιδέα
     αντώνυμα: πραγματικός, υπαρκτός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ιδανικό:
    1. ο σημαντικός και υψηλός στόχος ή σκοπός που προσπαθεί να πετύχει ή εκπληρώσει κάποιος
       συνώνυμα: ιδεώδες
    2. η (ηθική κυρίως) αξία που θέτει κάποιος ως βάση της προσωπικής του πορείας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία