ιδέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδέα | οι | ιδέες |
γενική | της | ιδέας | των | ιδεών |
αιτιατική | την | ιδέα | τις | ιδέες |
κλητική | ιδέα | ιδέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιδέα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδέα
- (νοητική παράσταση) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική idée[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈðe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δέ‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιδέα θηλυκό
- νοητική παράσταση ενός όντος, αφηρημένης έννοιας κλπ
- ιδεώδες, ιδανικό
- γνώμη, αντίληψη
- σκέψη, σχέδιο, έμπνευση, σύλληψη που μπορεί να βοηθήσει στη λύση ενός προβλήματος
- ⮡ Είχα μια καλή ιδέα για να φτάσω πιο γρήγορα στον προορισμό μου.
- ⮡ Χρειαζόμουν μια ιδέα για να λύσω το σταυρόλεξο.
Εκφράσεις
επεξεργασία- μιαν ιδέα
- δεν έχω ιδέα (από κάτι)
- έμμονη ιδέα
- χάνω πάσαν ιδέα
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ιδεα-
ιδεα-
- ιδεο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιδεο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά ιδεολογία, ιδεόγραμμα
και
- ανίδεα (επίρρημα)
- ανιδεολογία
- ανίδεος
- αντιιδεαλιστικά (επίρρημα)
- αντιιδεαλιστικός
- ιδέ
- ιδεάζω, ιδεάζομαι
- ιδεαλισμός
- ιδεαλιστής, ιδεαλίστρια
- ιδεαλιστικά (επίρρημα)
- ιδεαλιστικός
- ιδεατά (επίρρημα)
- ιδεατός
- ιδεΐτσα (υποκοριστικό)
- ιδεώδης
- κατιδεασμός
- μεγαλοϊδεάτης, μεγαλοϊδεάτισσα
- μεγαλοϊδεατικός, μεγαλοϊδεάτικος
- μονοϊδέα
- νεοϊδεάτης
- ομοϊδεάτης, ομοϊδεάτισσα
- ομοϊδεατικός
- προϊδεάζω, προϊδεάζομαι
- προϊδέαση
- προϊδεασμός
- συνειδέναι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδέα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ιδέα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας