μεγαλοϊδεάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοϊδεάτης < Μεγάλη Ιδέα + -άτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλοϊδεάτης αρσενικό (θηλυκό: μεγαλοϊδεάτισσα)
- που πιστεύει στη Μεγάλη Ιδέα, οπαδός της Μεγάλης Ιδέας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοϊδεάτης
|