Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομοϊδεάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ομοειδής
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ομοϊδεάτ
ης
οι
ομοϊδεάτ
ες
γενική
του
ομοϊδεάτ
η
των
ομοϊδεατ
ών
αιτιατική
τον
ομοϊδεάτ
η
τους
ομοϊδεάτ
ες
κλητική
ομοϊδεάτ
η
ομοϊδεάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομοϊδεάτης
<
ομο-
+
ιδέα
+
-άτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ομοϊδεάτης
αρσενικό
(
ομοϊδεάτισσα
θηλυκό
)
αυτός που έχει τις ίδιες
ιδέες
, κυρίως την ίδια (πολιτική)
ιδεολογία
με κάποιον άλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομοϊδεάτης
αγγλικά
:
kindred
(en)
γαλλικά
: de
mêmes
(fr)
idées
(fr)
, de
même
(fr)
idéal
(fr)
,