Δείτε επίσης: ομοειδής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομοϊδεάτης οι ομοϊδεάτες
      γενική του ομοϊδεάτη των ομοϊδεατών
    αιτιατική τον ομοϊδεάτη τους ομοϊδεάτες
     κλητική ομοϊδεάτη ομοϊδεάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοϊδεάτης < ομο- + ιδέα + -άτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομοϊδεάτης αρσενικό (ομοϊδεάτισσα θηλυκό)

  • αυτός που έχει τις ίδιες ιδέες, κυρίως την ίδια (πολιτική) ιδεολογία με κάποιον άλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία