Δείτε επίσης: ομοϊδεάτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοειδής η ομοειδής το ομοειδές
      γενική του ομοειδούς* της ομοειδούς του ομοειδούς
    αιτιατική τον ομοειδή την ομοειδή το ομοειδές
     κλητική ομοειδή(ς) ομοειδής ομοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοειδείς οι ομοειδείς τα ομοειδή
      γενική των ομοειδών των ομοειδών των ομοειδών
    αιτιατική τους ομοειδείς τις ομοειδείς τα ομοειδή
     κλητική ομοειδείς ομοειδείς ομοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοειδής < αρχαία ελληνική ὁμοειδής < ὁμός + εἶδος

  Επίθετο επεξεργασία

ομοειδής

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία