ιδεολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδεολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική idéologie < idéo- + -logie < αρχαία ελληνική ἰδέα (< ἰδεῖν) + λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðe.o.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδεολογία θηλυκό
- οι αρχές, απόψεις ή ιδέες που έχει κάποιος πάνω σε διάφορα ζητήματα (ηθικά, κοινωνικά κ.λπ.), βάσει των οποίων πορεύεται στη ζωή του