αρχές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχές < αρχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχές θηλυκό
- πληθυντικός που συνηθίζεται για να δηλώσει αορίστως κάποια μορφή επίσημης εξουσίας
- Οι αρχές αναζητούν το δράστη
- πληθυντικός που συνηθίζεται για να δηλώσει την ιεραρχία σε ηθικές προτεραιότητες
- Στα «Ηθικά Νικομάχεια» εξετάζονται, αναλύονται και διατυπώνονται από θεωρητικής και, ταυτόχρονα, πρακτικής απόψεως, οι αρχές της κοινωνικής και της ατομικής ηθικής.
- (ως χρονικό επίρρημα) αρχικά, η απαρχή, το ξεκίνημα ή σχετικά ασαφής προσδιορισμός ενός γεγονότος
- Στις αρχές ήταν αρνητικός, αλλά σιγά σιγά τη συμπάθησε και τελικά την παντρεύτηκε
- Πρέπει να ήταν αρχές Φλεβάρη ή τέλη Γενάρη όταν έκανα την προηγούμενη μαγνητική τομογραφία, αλλά δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, γιατρέ
- Με κεφαλαίο, τάγμα αγγέλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχές
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααρχές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρχή