• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ομο-

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Πρόθημα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

  • ομο- < αρχαία ελληνική ὁμο- < ὁμός

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

ομο-, ομό-, όμ- και ομ-

  • πρώτο συνθετικό λέξεων, δηλωτικό κοινής δράσης ή κοινού χαρακτηριστικού, ομοιότητας
  • ομοβροντία
  • ομογάλακτος
  • ομόγλωσσος
  • ομόδοξος
  • ομοεθνής
  • ομοειδής
  • ομόηχος
  • ομόθρησκος
  • ομοθυμία
  • ομολογία
  • ομόνοια
  • ομοούσιος
  • ομοπάτριος
  • όμορος
  • ομόρριζος
  • ομοσπονδία
  • ομότεχνος
  • ομότράπεζος
  • ομοφυλόφιλος
  • ομόφωνος
  • ομοψυχία
  • ομώνυμος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • όμοιος
  • ὁμοῦ

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • αλλο-
  • ετερο-

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ομο-
  • εσπεράντο : homo- (eo)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ομο-&oldid=4716530"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2020, στις 21:41

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2020, στις 21:41.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie