ομότεχνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομότεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμότεχνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + -τεχνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈmo.te.xnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μό‐τε‐χνος
Επίθετο
επεξεργασίαομότεχνος, -η, -ο
- (συχνά ως ουσιαστικό) που ασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομότεχνος