↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομότεχνος η ομότεχνη το ομότεχνο
      γενική του ομότεχνου της ομότεχνης του ομότεχνου
    αιτιατική τον ομότεχνο την ομότεχνη το ομότεχνο
     κλητική ομότεχνε ομότεχνη ομότεχνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομότεχνοι οι ομότεχνες τα ομότεχνα
      γενική των ομότεχνων των ομότεχνων των ομότεχνων
    αιτιατική τους ομότεχνους τις ομότεχνες τα ομότεχνα
     κλητική ομότεχνοι ομότεχνες ομότεχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομότεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμότεχνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + -τεχνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈmo.te.xnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μό‐τε‐χνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ομότεχνος, -η, -ο

  • (συχνά ως ουσιαστικό) που ασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία