πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τεχνος η -τεχνη το -τεχνο
      γενική του -τεχνου της -τεχνης του -τεχνου
    αιτιατική τον -τεχνο τη(ν) -τεχνη το -τεχνο
     κλητική -τεχνε -τεχνη -τεχνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τεχνοι οι -τεχνες τα -τεχνα
      γενική των -τεχνων των -τεχνων των -τεχνων
    αιτιατική τους -τεχνους τις -τεχνες τα -τεχνα
     κλητική -τεχνοι -τεχνες -τεχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

-τεχνος, -η, -ο

  1. β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν πρόσωπο που ασχολείται ή σχετίζεται με μια τέχνη με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό
  2. επίσης και ουσιαστικοποιημένα αρσενικά

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη τέχνη

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ -τεχνος τὸ -τεχνον οἱ, αἱ -τεχνοι τὰ -τεχνα
Γενική τοῦ, τῆς -τέχνου τοῦ -τέχνου τῶν -τέχνων τῶν -τέχνων
Δοτική τῷ, τῇ -τέχνῳ τῷ -τέχνῳ τοῖς, ταῖς -τέχνοις τοῖς -τέχνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν -τεχνον τὸ -τεχνον τοὺς, τὰς -τέχνους τὰ -τεχνα
Κλητική -τεχνε -τεχνον -τεχνοι -τεχνα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική -τέχνω
Γενική-Δοτική -τέχνοιν

Ετυμολογία

επεξεργασία

-τεχνος < τέχν(η) + -ος