Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τεχνος η -τεχνη το -τεχνο
      γενική του -τεχνου της -τεχνης του -τεχνου
    αιτιατική τον -τεχνο τη(ν) -τεχνη το -τεχνο
     κλητική -τεχνε -τεχνη -τεχνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τεχνοι οι -τεχνες τα -τεχνα
      γενική των -τεχνων των -τεχνων των -τεχνων
    αιτιατική τους -τεχνους τις -τεχνες τα -τεχνα
     κλητική -τεχνοι -τεχνες -τεχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-τεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τεχνος < τέχνη

  Επίθημα επεξεργασία

-τεχνος, -η, -ο

  1. β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν πρόσωπο που ασχολείται ή σχετίζεται με μια τέχνη με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό
  2. επίσης και ουσιαστικοποιημένα αρσενικά

Σύνθετα επεξεργασία

όπως

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τέχνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ -τεχνος τὸ -τεχνον οἱ, αἱ -τεχνοι τὰ -τεχνα
Γενική τοῦ, τῆς -τέχνου τοῦ -τέχνου τῶν -τέχνων τῶν -τέχνων
Δοτική τῷ, τῇ -τέχνῳ τῷ -τέχνῳ τοῖς, ταῖς -τέχνοις τοῖς -τέχνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν -τεχνον τὸ -τεχνον τοὺς, τὰς -τέχνους τὰ -τεχνα
Κλητική -τεχνε -τεχνον -τεχνοι -τεχνα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική -τέχνω
Γενική-Δοτική -τέχνοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

-τεχνος < τέχν(η) + -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-τεχνος, -ος, -ον

Σύνθετα επεξεργασία