↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατηξίτεχνος η κατατηξίτεχνος
κατατηξίτεχνα
το κατατηξίτεχνο
      γενική του κατατηξίτεχνου της κατατηξίτεχνου
κατατηξίτεχνας
του κατατηξίτεχνου
    αιτιατική τον κατατηξίτεχνο την κατατηξίτεχνο
κατατηξίτεχνα
το κατατηξίτεχνο
     κλητική κατατηξίτεχνε κατατηξίτεχνε
κατατηξίτεχνα
κατατηξίτεχνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατηξίτεχνοι οι κατατηξίτεχνοι
κατατηξίτεχνες
τα κατατηξίτεχνα
      γενική των κατατηξίτεχνων των κατατηξίτεχνων των κατατηξίτεχνων
    αιτιατική τους κατατηξίτεχνους τις κατατηξίτεχνους
κατατηξίτεχνες
τα κατατηξίτεχνα
     κλητική κατατηξίτεχνοι κατατηξίτεχνοι
κατατηξίτεχνες
κατατηξίτεχνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατατηξίτεχνος < ελληνιστική κοινή κατατηξίτεχνος < αρχαία ελληνική κατατήκω + -τεχνος

  Επίθετο

επεξεργασία

κατατηξίτεχνος, -ος, -ον

  • (αρχαιοπρεπές, σπάνιο) που υπερβάλλει στην τέχνη, ο εξαντλητικά ενδελεχής, επιμελής (σημερινή απόδοση της λέξης)
    ※  όταν διώρθωνε τας επιφυλλίδας του εις την Εφημερίδα, ποίαν ζηλοτυπίαν εδείκνυε δια το ύφος του, επιμελητής καλλωπιστής και εις τούτο, όπως και εις την περιβολήν και εις την ομιλίαν του, καλλιτέχνης κατατηξίτεχνος εις την τέχνην του γραφείου, αυστηρός τόσον δι' εαυτόν όσον και δια τους άλλους δια την ακρίβειαν των γεγονότων και της φράσεως, αληθινός ευπατρίδης των γραμμάτων
    Ερμής 1970, σσ. 30-31, έκδοση ΣΠ10, Κ.Θ. Δημαράς, από Εστία 17-5-1891, σ.306 (περιγραφή του ιστορικού Κ. Παπαρρηγόπουλου από τον Δ. Κακλαμάνο
    ※  Ο Καλλίμαχος, τον οποίο οι Αθηναίοι αποκαλούσαν κατατηξίτεχνο, επειδή δούλευε το μάρμαρο με λεπτή και ωραία τέχνη, (domes-architecture.com)
    ※  …τον οποίο … χαρακτηρίζουν ως «κατατηξίτεχνο», δηλαδή έδειχνε μεγάλη επιμέλεια και απέδιδε τη λεπτομέρεια. pdf, edume.myds.me
    ※  Τον προόριζε για εκεί και η αναλυτική λεπτολόγα φύση του, η κατά βάθος κατοχή του γλωσσικού οργάνου, η ικανότητά του να ανατέμνει τα κείμενα (ως κριτικό) ή να τα συνθέτει διυλίζοντας την κάθε του φράση, άλλος «κατατηξίτεχνος» (σά συγγραφέας)
    Γ. Κοτζιούλας, Ο Τέλλος Άγρας, Έτσι που ήταν, Ηπειρωτική Εστία τευχ. 34, 1955
    ※  Ενσωματωμένη στην επίσημη λατρεία, η μαγική τελετουργία αναπτύσσεται στο κατατηξίτεχνο δαχτυλίδι από την Τίρυνθα
    Στοιχεία μαγείας στη μινωική Κρήτη, www.archaeology.wiki, 25/06/2011

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κατατηξίτεχνος τὸ κατατηξίτεχνον οἱ, αἱ κατατηξίτεχνοι τὰ κατατηξίτεχνα
Γενική τοῦ, τῆς κατατηξιτέχνου τοῦ κατατηξιτέχνου τῶν κατατηξιτέχνων τῶν κατατηξιτέχνων
Δοτική τῷ, τῇ κατατηξιτέχνῳ τῷ κατατηξιτέχνῳ τοῖς, ταῖς κατατηξιτέχνοις τοῖς κατατηξιτέχνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν κατατηξίτεχνον τὸ κατατηξίτεχνον τοὺς, τὰς κατατηξιτέχνους τὰ κατατηξίτεχνα
Κλητική κατατηξίτεχνε κατατηξίτεχνον κατατηξίτεχνοι κατατηξίτεχνα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική κατατηξιτέχνω
Γενική-Δοτική κατατηξιτέχνοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατατηξίτεχνος < αρχαία ελληνική κατατήκω + -τεχνος < τέχνη

  Επίθετο

επεξεργασία

κατατηξίτεχνος, -ος, ον (άπαξ λεγόμενον)

  • που είναι ειδικός στην διαδικασία (την τέχνη) της τήξης, ο διυλιστής της τέχνης (λέξη που στην αρχαία γραμματεία αναφέρεται μόνο από τον Παυσανία)
    ※  ὁ δὲ Καλλίμαχος ὁ τὸν λύχνον ποιήσας, ἀποδέων τῶν πρώτων ἐς αὐτὴν τὴν τέχνην, οὕτω σοφίᾳ πάντων ἐστὶν ἄριστος ὥστε καὶ λίθους πρῶτος ἐτρύπησε καὶ ὄνομα ἔθετο κατατηξίτεχνον, ἢ θεμένων ἄλλων κατέστησεν ἐφ᾽ αὑτῷ. Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Αττικά 1.26.7
    Ο Καλλίμαχος που έκαμε το λύχνο δεν ήταν μεταξύ των πρώτων στην πλαστική τέχνη, ήταν όμως ο καλύτερος απ᾽ όλους στην εφευρετικότητα: αυτός επινόησε πρώτος τρόπο να τρυπάει την πέτρα και βρήκε τον όρο «κατατηξίτεχνος» (διυλιστής της τέχνης) ή άλλοι τον βρήκαν και αυτός τον οικειοποιήθηκε. (Μετάφραση Νίκος Παπαχατζής greek‑language.gr

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Επίθετα που σχετίζονται:

  Αναφορές

επεξεργασία