Ετυμολογία

επεξεργασία
κακιζότεχνος < cacizotechnos < κακίζω + -τεχνος

  Επίθετο

επεξεργασία

κακιζότεχνοςαρσενικό

  • αυτός που κακίζει την ίδια του την τέχνη, που δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με το έργο του. Η λέξη προήλθε από μια απόδοση του κειμένου στα λατινικά του Πληνίου του πρεσβύτερου (Plin. Nat. 34.34) για τον γλύπτη Καλλίμαχο, όπου σε άλλο χειρόγραφο έγραφε catatexitechnus (η ορθή απόδοση του κειμένου του Παυσανία που αναφερόταν στον Καλλίμαχο, όπου αναφερόταν η λέξη κατατηξίτεχνος), ενώ σε άλλο cacizotechnos ή cacizotechnus. Η λέξη αποδόθηκε στα ελληνικά ως κακιζότεχνος.[1]
Από όλους αυτούς ο πιο φημισμένος ήταν ο Καλλίμαχος, που δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος από αυτά που έκανε, και δεν έβαζε τέλος στη δουλειά του, για τον λόγο αυτό τον ονόμαζαν κακιζότεχνο, και είναι παράδειγμα τρανταχτό του κινδύνου που υπάρχει αν δώσει κανείς υπερβολική φροντίδα σε αυτό που κάνει (Plin. Nat. 34.34)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Επίθετα που σχετίζονται: