ενδελεχής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενδελεχής | η | ενδελεχής | το | ενδελεχές |
γενική | του | ενδελεχούς* | της | ενδελεχούς | του | ενδελεχούς |
αιτιατική | τον | ενδελεχή | την | ενδελεχή | το | ενδελεχές |
κλητική | ενδελεχή(ς) | ενδελεχής | ενδελεχές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενδελεχείς | οι | ενδελεχείς | τα | ενδελεχή |
γενική | των | ενδελεχών | των | ενδελεχών | των | ενδελεχών |
αιτιατική | τους | ενδελεχείς | τις | ενδελεχείς | τα | ενδελεχή |
κλητική | ενδελεχείς | ενδελεχείς | ενδελεχή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενδελεχής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδελεχής[1] < ἐν (εν-) + *δέλεχος[2] < δολιχός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.ðe.leˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δε‐λε‐χής
Επίθετο
επεξεργασίαενδελεχής, -ής, -ές, συγκριτικός : ενδελεχέστερος, υπερθετικός : ενδελεχέστατος
- που γίνεται με μεγάλη επιμέλεια και επιμονή
- ενδελεχής έλεγχος
- → δείτε και τη λέξη εξονυχιστικός
- (σπάνιο) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια και συνέχεια, χωρίς διακοπές[3]
- ⮡ ενδελεχές πυρ
- ≈ συνώνυμα: αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, εξακολουθητικός, συνεχής
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδελέχεια
- ενδελεχώς
- → δείτε και τη λέξη δόλιχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία με επιμονή
χωρίς διακοπή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενδελεχής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)