μακρύς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μακρύς < μεσαιωνική ελληνική μακρύς < αρχαία ελληνική μακρός, -ά, -όν
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μακρύς, ιά, -ύ και μακριός, συγκριτ.: μακρύτερος
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- στο θηλυκό η ως τύπος διατηρείται για τις συλλαβές όπως αντίστοιχα και η βραχεία