μακριός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μακριός | η | μακριά | το | μακριό |
γενική | του | μακριού | της | μακριάς | του | μακριού |
αιτιατική | τον | μακριό | τη | μακριά | το | μακριό |
κλητική | μακριέ | μακριά | μακριό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μακριοί | οι | μακριές | τα | μακριά |
γενική | των | μακριών | των | μακριών | των | μακριών |
αιτιατική | τους | μακριούς | τις | μακριές | τα | μακριά |
κλητική | μακριοί | μακριές | μακριά | |||
Δείτε και το μακρός, μακρύς. | ||||||
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακριός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈkɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρι‐ός
Επίθετο
επεξεργασίαμακριός, -ά, -ό
- (προφορικό) άλλη μορφή του μακρύς
Πηγές
επεξεργασία- «μακριός, -ά, -ό βλ. μακρύς» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)