↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρός η μακρά το μακρό
      γενική του μακρού της μακράς του μακρού
    αιτιατική τον μακρό τη μακρά το μακρό
     κλητική μακρέ μακρά μακρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροί οι μακρές τα μακρά
      γενική των μακρών των μακρών των μακρών
    αιτιατική τους μακρούς τις μακρές τα μακρά
     κλητική μακροί μακρές μακρά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρός

  Επίθετο

επεξεργασία

μακρός, -ά, -ό

  1. που διαρκεί πολύ
    μακρά διάρκεια
    μακρό φωνήεν
  2. που έχει μεγάλο μήκος
    μακρά και βραχέα κύματα
  3. (γραμματική, φωνητική) συνώνυμο του μακρόχρονος
    μακρά είναι τα φωνήεντα ήτα, ωμέγα και όλες οι δίφθογγοι

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μακρός μακρᾱ́ τὸ μακρόν
      γενική τοῦ μακροῦ τῆς μακρᾶς τοῦ μακροῦ
      δοτική τῷ μακρ τῇ μακρ τῷ μακρ
    αιτιατική τὸν μακρόν τὴν μακρᾱ́ν τὸ μακρόν
     κλητική ! μακρέ μακρᾱ́ μακρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μακροί αἱ μακραί τὰ μακρᾰ́
      γενική τῶν μακρῶν τῶν μακρῶν τῶν μακρῶν
      δοτική τοῖς μακροῖς ταῖς μακραῖς τοῖς μακροῖς
    αιτιατική τοὺς μακρούς τὰς μακρᾱ́ς τὰ μακρᾰ́
     κλητική ! μακροί μακραί μακρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μακρώ τὼ μακρᾱ́ τὼ μακρώ
      γεν-δοτ τοῖν μακροῖν τοῖν μακραῖν τοῖν μακροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα