Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

Σύνθετα επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  • πολύς καιρός, παραπάνω, πολλή ώρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα
    It won’t take me long.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    I can’t stay any longer.
    Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω.
    How long did you take?
    Πόσον καιρό έκανες;
    I won’t take long to dress.
    Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
    How long does it take you to shave?
    Πόση ώρα κάνεις/σε παίρνει α ξυριστείς;
    I don’t take long./It doesn’t take me long.
    Δεν κάνω/Δε με παίρνει πολλή ώρα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
long longs

long (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας long
γ΄ ενικό ενεστώτα longs
αόριστος longed
παθητική μετοχή longed
ενεργητική μετοχή longing

long (en)

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό long longs
θηλυκό longue longues

long (fr)

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία