Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  • πολύς καιρός, παραπάνω
    It won’t take me long.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    I can’t stay any longer.
    Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω.
    How long did you take?
    Πόσον καιρό έκανες;

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
long longs

long (en)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας long
γ΄ ενικό ενεστώτα longs
αόριστος longed
παθητική μετοχή longed
ενεργητική μετοχή longing

long (en)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399, 661, 692-695. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καιρός, παραπάνω, περνώ



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό long longs
θηλυκό longue longues

long (fr)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία