Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  1. μακρύς, μακρός, μεγάλος ή πολύς σε απόσταση
  2. μακρύς, πολύς, εδώ και πολύ καιρό, που διαρκεί ή παίρνει πολύ χρόνο ή περισσότερο χρόνο από το συνηθισμένο
    ⮡  a long talk - μακριά συζήτηση
    ⮡  a long visit - μια μακριά επίσκεψη
    ⮡  It won’t take me a long time.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    ⮡  I won’t take a long time to dress.
    Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
    ⮡  I haven’t been feeling well for a long time.
    Δεν νιώθω καλά εδώ και πολύ καιρό.
    ⮡  I wanted to talk to you for a long time./I, for a long time, wanted to talk to you.
    Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός long
συγκριτικός longer
υπερθετικός longest

long (en)

  1. πολύς καιρός, από πολύ καιρό, παραπάνω, πολλή ώρα, αργώ, για μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  It won’t take me long.
    Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
    ⮡  How long did you take?
    Πόσον καιρό έκανες;
    ⮡  I have long want to speak with you.
    Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.
    ⮡  I won’t take long to dress.
    Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
    ⮡  How long does it take you to shave?
    Πόση ώρα κάνεις/σου παίρνει να ξυριστείς;
    ⮡  I don’t take long./It doesn’t take me long.
    Δεν κάνω/Δε μου παίρνει πολλή ώρα.
    ⮡  From what I hear, they won’t be long.
    Καθώς ακούω, δεν πρόκειται να αργήσουν.
    ⮡  I won’t be long, in 5 minutes I will be ready.
    Δεν θ' αργήσω, σε 5 λεπτά θα είμαι έτοιμη.
    ⮡  Does it take you long to get dressed?
    Αργείς να ντυθείς;
    ⮡  I can’t stand it any longer.
    Δεν το αντέχω άλλο πια.
  2. αργώ, πολλή ώρα πριν ή μετά από μια συγκεκριμένη ώρα ή γεγονός
    ⮡  Easter is still a long way off.
    Το Πάσχα αργεί ακόμα.
    ⮡  Vacation is not a long way away.
    Δεν θ' αργήσουν οι διακοπές.
    ⮡  How long was it before he came back?
    Πόση ώρα πέρασε ώσπου να γυρίσει;

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
long longs

long (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας long
γ΄ ενικό ενεστώτα longs
αόριστος longed
παθητική μετοχή longed
ενεργητική μετοχή longing

long (en)

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό long longs
θηλυκό longue longues

long (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία