crave
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | crave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | craves |
αόριστος | craved |
παθητική μετοχή | craved |
ενεργητική μετοχή | craving |
Ρήμα επεξεργασία
crave (en)
ενεστώτας | crave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | craves |
αόριστος | craved |
παθητική μετοχή | craved |
ενεργητική μετοχή | craving |
crave (en)