λαχταρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λαχταρώ < μεσαιωνική ελληνική λακταρῶ < λακτάρα
Ρήμα
επεξεργασία
λαχταρώ
- (μεταβατικό) επιθυμώ πολύ κάτι ή να δω κάποιον
- θα σου δώσω ό,τι λαχταράει η καρδιά σου
- (αμετάβατο) τρομάζω, φοβάμαι για κάποιον
- λαχτάρησα όταν τον είδα μες στα αίματα
- (μεταβατικό) τρομάζω κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί για μένα
- μας λαχτάρησες με το τηλεφώνημά σου