desire
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
desire | desires |
desire (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | desire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | desires |
αόριστος | desired |
παθητική μετοχή | desired |
ενεργητική μετοχή | desiring |
desire (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιθυμία