Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
desire desires

desire (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μετρήσιμο) η επιθυμία, ο πόθος
    ⮡  It was my father's desire for me to study law.
    Ήταν επιθυμία του πατέρα μου να σπουδάσω νομικά.
     συνώνυμα:  fancy, hope, wish και want
  2. (μη μετρήσιμο) η λαχτάρα, το αίσθημα της έντονης επιθυμίας
    ⮡  I feel desire to return home.
    Νιώθω λαχτάρα για την πατρίδα.
    ⮡  The desire for power is a hallmark of every dictator.
    Η φιλαρχία είναι το χαρακτηριστικό κάθε δικτάτορα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη longing
ενεστώτας desire
γ΄ ενικό ενεστώτα desires
αόριστος desired
παθητική μετοχή desired
ενεργητική μετοχή desiring

desire (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322. ISBN 9780194325684. , λήμμα: επιθυμία