πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαχτάρα οι λαχτάρες
      γενική της λαχτάρας
    αιτιατική τη λαχτάρα τις λαχτάρες
     κλητική λαχτάρα λαχτάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαχτάρα θηλυκό

  1. η έντονη επιθυμία
    παράδειγμα  έχω λαχτάρα να σε δω
  2. το πρόσωπο ή πράγμα που αποτελεί το αντικείμενο έντονης επιθυμίας
    παράδειγμα  είσαι η λαχτάρα μου
  3. η αναμονή με συναισθηματική φόρτιση
    παράδειγμα  περίμενε με λαχτάρα τα αποτελέσματα των εξετάσεων
  4. ο μεγάλος φόβος, η ταραχή που ακολουθεί ένα ξαφνικό γεγονός
    παράδειγμα  πέρασα μεγάλη λαχτάρα με την ασθένειά του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. λαχτάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



ζητούμενο λήμμα