Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαχτάρα οι λαχτάρες
      γενική της λαχτάρας
    αιτιατική τη λαχτάρα τις λαχτάρες
     κλητική λαχτάρα λαχτάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαχτάρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λακτάρα, λαχτάρα < *λακτ- + -άρα κατά το τρομάρα [1]
Ή,[2] < επιρρηματικός αναδρομικός σχηματισμός για τη μεσαιωνική ελληνική λαχταρίζω / λαχταρῶ < αρχαία ελληνική λακτίζω (κλοτσάω)

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

λαχτάρα θηλυκό

  1. η έντονη επιθυμία
    έχω λαχτάρα να σε δω
  2. το πρόσωπο ή πράγμα που αποτελεί το αντικείμενο έντονης επιθυμίας
    είσαι η λαχτάρα μου
  3. η αναμονή με συναισθηματική φόρτιση
    περίμενε με λαχτάρα τα αποτελέσματα των εξετάσεων
  4. ο μεγάλος φόβος, η ταραχή που ακολουθεί ένα ξαφνικό γεγονός
    πέρασα μεγάλη λαχτάρα με την ασθένειά του

Συνώνυμα Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. λαχτάρα Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές Επεξεργασία