-άρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -άρα | οι | -άρες |
γενική | της | -άρας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -άρα | τις | -άρες |
κλητική | -άρα | -άρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -άρα <
- για τη μεγεθυντική σημασία: < υποκοριστικό επίθημα -άρ(ι) (ουδέτερο) + μεγεθυντικό επίθημα -α (θηλυκό) [1]
- για ηλικία, ποσότητα < αρσενικό αριθμητικό -άρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -α
- για τα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά < συνήθως από ρηματικά παράγωγα σε -μα
Επίθημα
επεξεργασία-άρα θηλυκό
- μεγεθυντικό επίθημα θηλυκού γένους παραγώγων από ουσιαστικά και κύρια ονόματα που σημαίνει
- για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από αριθμητικά επίθετα που δηλώνει
- επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζει μεγάλο βαθμό της ιδιότητας της πρωτότυπης λέξης
- σιχαίνομαι > σίχαμα > σιχαμάρα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- -αρού για άλλα επίθετα ή ουσιαστικά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγεθυντικό θηλυκό επίθημα
|
Κλιτικός τύπος επιθήματος
επεξεργασία-άρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ -άρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)