-αρού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθήματος
επεξεργασία
-αρού
- (μεγεθυντικό, επιτατικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του -αράς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Όροι που λήγουν σε αρού — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- Επίθετο ή ουσιαστικό; Δείτε τις σημειώσεις στο Παράρτημα:Επίθετα