-ού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ού | οι | -ούδες |
γενική | της | -ούς | των | -ούδων |
αιτιατική | τη(ν) | -ού | τις | -ούδες |
κλητική | -ού | -ούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ού < αρχαία ελληνική -ώ[1]. Δείτε και -λού
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-ού θηλυκό
- επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν τη σύζυγο κάποιου επαγγελματία ή τη γυναίκα που ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα
- επίθημα θηλυκών ουσιαστικών ή επιθέτων από αντίστοιχα αρσενικά (ή χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχα αρσενικά)
- κατάληξη διαφόρων θηλυκών ουσιαστικών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ού" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)