κατάληξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάληξη | οι | καταλήξεις |
γενική | της | κατάληξης* | των | καταλήξεων |
αιτιατική | την | κατάληξη | τις | καταλήξεις |
κλητική | κατάληξη | καταλήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταλήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάληξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάληξη θηλυκό
- το αποτέλεσμα του καταλήγω
- αποτέλεσμα
- τέλος σε κάτι, τέρμα
- (γραμματική, γλωσσολογία, για γλώσσες με κλίση) το μεταβλητό τελείωμα λέξης [1][2]
- → δείτε και τη λέξη επίθημα
- (μεταφορικά) θάνατος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελείωμα, τέλος μιας κατάστασης
επεξεργασία
- ↑ κατάληξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)